ἐπορνύω

ἐπορνύω
ἐπ - όρνῦμι, ἐπορνύω, ipf. ἐπώρνυε, aor. 1 ἐπῶρσα, mid. aor. 2 ἐπῶρτο: act., rouse against, arouse, send upon, mid., rise against; ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην, Il. 5.765; (Ζεύς) ὅς μοι ἐπῶρσε μένος, Il. 20.93; τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσεν, Od. 22.429; mid. (the river Scamander), ἐπῶρτ' Ἀχιλῆι κυκώμενος, Il. 21.324.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”